- αεριοφωτισμός
- οο φωτισμός με φωταέριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεριοφωτισμός — ο φωτισμός με φωταέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεριο + φωτισμός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas lighting] … Dictionary of Greek
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek